σποδιάν

σποδιάν
σποδιά̱ν , σποδιά
heap of ashes
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σποδίαν — σποδίᾱν , σπόδιος ash coloured fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποδιά — και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α 1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.) 2. στάχτη από την καύση νεκρού 3. σκουριά μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. ιά (πρβλ. στρατ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”